- ισοσκελίζω
- μετ.1) уравнивать; 2) эк подводить баланс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισοσκελίζω — ισοσκελίζω, ισοσκέλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισοσκελίζω — ισοσκέλισα, ισοσκελίστηκα, ισοσκελισμένος, εξισώνω τα αντίστοιχα μέρη, τα έσοδα και τα έξοδα: Ισοσκελίζω τον προϋπολογισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοσκελίζω — [ισοσκελής] (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) καθιστώ ισοσκελή, εξισώνω τη χρέωση με την πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοσκελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αντικρύζω — [αντίκρυ] 1. βρίσκομαι αντίκρυ 2. βλέπω κάποιον ή κάτι απέναντι μου 3. συναντώ 4. βλέπω κατά πρόσωπο, αντιμετωπίζω 5. αντιλέγω, αυθαδιάζω 6. ισοσκελίζω τα έσοδα και τα έξοδα («αντικρύζω τα έξοδα μου») … Dictionary of Greek
ισοσκέλιση — η [ισοσκελίζω] 1. η ισότητα δύο σκελών 2. (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) η εξίσωση εσόδων και εξόδων … Dictionary of Greek